σιδηρονικέλιο

σιδηρονικέλιο
το, Ν
(μεταλλ.) κράμα σιδήρου και νικελίου, που βρίσκει ευρύτατες εφαρμογές και χρήσεις λόγω τών ειδικών ιδιοτήτων του θερμικής διαστολής, τών μαγνητικών ιδιοτήτων του και τής αντοχής του στη διάβρωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση ως προς το α' συνθετικό και μεταφορά ως προς β' συνθετικό λ., πρβλ. ferronickel < ferro- (< λατ. ferrum «σίδηρος») + nickel «νικέλιο»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σιδηροφύρης — και σιδηρόφυρος, ο, Ν (αστρον. ορυκτ.) λιθοσιδηρομετεωρίτης που περιέχει 50% σιδηρονικέλιο, 35% βρονζίτη και 15% τριδυμίτη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. siderophyre < σίδηρος + φύρης (< πορ φύρης, πρβλ. πορφύρα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”